- διάχρισμα
- διάχρισμαunguentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάχρισμα — διάχρισμα, το (Μ) 1. μύρο, βάλσαμο, αλοιφή 2. η προετοιμασία για την αλοιφή … Dictionary of Greek
διαχρισμάτων — διάχρισμα unguent neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσμασι — διάχρισμα unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσμασιν — διάχρισμα unguent neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσματα — διάχρισμα unguent neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσματι — διάχρισμα unguent neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαχρίσματος — διάχρισμα unguent neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)